- συναρτώ
- (α) μετ.1) подвешивать; 2) перен. связывать, соединять, скреплять, сцеплять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτώ, συνάρτησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek
ασυνάρτητος — η, ο (AM ἀσυνάρτητος, ον) [συναρτώ] αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος αρχ. μσν. (μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια … Dictionary of Greek
ομβρήρης — ὀμβρήρης, ες (Α) βρόχινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + ήρης (< ἀραρίσκω «συναρτώ»), πρβλ. ποδ ήρης] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνάρτημα — το, Ν [συναρτώ] συνάρτηση … Dictionary of Greek